παντρολογήστρα

παντρολογήστρα
η сваха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παντρολογήστρα" в других словарях:

  • παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] …   Dictionary of Greek

  • παντρολογήστρα — η προξενήτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»